Οι Παραδοσιακές Ενδυμασίες ως Αρχετυπικά Σύμβολα Προστασίας και Γονιμότητας
Η ενδυματολογική εικόνα του ελληνικού χώρου χαρακτηρίζεται από την πολυμορφία τοπικών συνόλων (αγροτικών και αστικών), που αποτελούν καθρέπτη των γεωφυσικών, ιστορικών, οικονομικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων της κάθε περιοχής. Τα τοπικά ενδύματα, συνδυάζοντας τη βυζαντινή παράδοση με τις επιδράσεις από την Ανατολή και την Δύση, και μέσω των υλικών κατασκευής και τους τρόπους διακόσμησης, λειτούργησαν ως μία ενσώματη πρακτική επικοινωνίας του ατόμου με την κοινότητα. Μετέφεραν πολλαπλά μηνύματα για τον υλικό πολιτισμό, ενώ παράλληλα μετέδιδαν με εικαστικούς τρόπους σημαντικά χαρακτηριστικά του ατόμου, που αφορούσαν στο φύλο, στην ηλικία, στην οικογενειακή και οικονομική κατάσταση. Γύρω από συγκεκριμένους ενδυματολογικούς τύπους αναπτύχθηκε πληθώρα παραλλαγών, των οποίων τα τεχνικά χαρακτηριστικά (υλικά, εργαλεία και τεχνικές) επηρεάστηκαν άμεσα από την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της κάθε περιοχής. Π.χ. το νυφικό ή γιορτινό πουκάμισο θεωρείται εξέλιξη της Βυζαντινής δαλματικής, που με τον τρόπο ραφής και το δυσκολότατο κεντημένο ο ποδόγυρο έχει διατηρήσει τις αρχαϊκές του ρίζες.
Τα παραδοσιακά ενδυματολογικά σύνολα υπήρξαν προϊόντα: α) της οικιακής χειροτεχνίας (υφασμένα, ραμμένα και κεντημένα αποκλειστικά από τις γυναίκες) β) εργαστηριακής, ως τέχνεργα εξειδικευμένων εργαστηρίων γ) εισαγόμενου εμπορίου (π.χ. μεταξωτά υφάσματα σύνθετης δομής). Για την διατήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας, τα νεαρά κορίτσια αποκτούσαν δεξιότητες βοηθώντας την μητέρα τους, ενώ παράλληλα αποκτούσαν την κατάλληλη τεχνογνωσία, που μεταδιδόταν από την μία γενιά στην άλλη. Για τη νεαρή νύφη, το νυμφοστόλι, ο γιούκος και τα προικιά αποτελούσαν από τις βασικές προϋποθέσεις για ένα γάμο. Τα κεντήματα της φορεσιάς, αλλά και τα κεντήματα του σπιτιού (σεντόνια, μαξιλάρια, κρεββατόγυροι, κουρτίνες), αποτελούσαν τμήματα της προίκας και για αυτό στο νοηματικό τους περιεχόμενο βαραίνει κατά κύριο λόγο, ο συναισθηματικός κόσμος των γυναικών. Από την ποσότητα και την ποιότητα ενδυμάτων και υφασμάτων οικιακής χρήσης, μια γυναίκα κέρδιζε τον σεβασμό σε ένα ξένο περιβάλλον.
Η θεματογραφία και η χρωματολογία του υφαντού και κεντημένου διακόσμου των ενδυμάτων διαμορφώνει δύο υποομάδες: α) η μία ομάδα περιλαμβάνει τα πολύχρωμα κεντήματα, που χαρακτηρίζονται από ανεξάντλητη χρωματική ευφορία και επαναλαμβανόμενα, πυκνά τοποθετημένα διακοσμητικά θέματα (ρόδακες, γαρύφαλλα, κουκουνάρια, κλαδιά, παγώνια, λαγούς, σκυλάκια, φίδια, αίγαγρους, πουλιά) σαν συμβολική επένδυση ευκαρπίας. Στον οργιαστικό φυτικό τους διάκοσμο, το ιερό δέντρο κρυμμένο πίσω από την διακοσμητικότητα ενός δοχείου με άνθη σηματοδοτεί μία ευγονική υπόσχεση φερμένη μέσα από πανάρχαιες πεποιθήσεις και καταβολές της Ανατολής. β) στην δεύτερη ομάδα των κεντημάτων επικρατούν αυστηρά γεωμετρικά σχήματα, ηλιακά σύμβολα ή η μονόχρωμη και περισσότερο συμβατική απόδοση των θεμάτων. Τα σχήματα απλουστεύουν, αποκτούν ακαμψία και σταδιακά δείχνουν να εκφυλίζονται από την επανάληψη, δηλαδή την φυσική φθορά, που φέρνει η πολυχρησία και η αποδυνάμωση περασμένων ιδεών. Ωστόσο, η ενεργειακή αντιπαράθεση λαμπερών χρωμάτων, που «αστράφτουν» σαν κοσμήματα προσδίδει δυνατές, αλλά ευχάριστες αντιθέσεις. Οι λαμπροί χρωματισμοί, αναλλοίωτοι με την πάροδο του χρόνου, έχουν προκύψει από βαφές φυτικής και ζωικής προέλευσης
Στην πλειονότητα των ενδυμάτων, ο υφαντός ή κεντημένος διάκοσμος είχε διπλή λειτουργία: στην καθημερινότητα έκφραζε την επιθυμία για στολισμό, αναγνώριση και προβολή. Σε ένα άυλο επίπεδο όμως, διατηρούσε την επίκληση κάποιας μαγικής δύναμης, που μέσω επανάληψης αρχετυπικών συμβόλων έδιωχνε το κακό μακριά από την φέρουσα. Παράλληλα, το κόκκινο χρώμα είναι ένα άλλο αποτροπαϊκό στοιχείο, που συχνά συνδέθηκε με την γυναικεία ευκαρπία. Το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωτικότητας και της αντοχής, ανάλογο με το αίμα και τη ροή της ζωής. Οι οπτικές του ιδιότητες, όπως η ζεστασιά, η λάμψη και η αφθονία κοσμούσαν και ομόρφαιναν. Η κυρίαρχη όμως χρήση του στα διακοσμητικά θέματα των γαμηλίων ενδυμάτων παρατηρείται και ως δύναμη προστασίας από το κακό μάτι, την ζήλια, την κατάρα και τα κακά πνεύματα. Παρόμοια, η θέση του στα ενδύματα που βρίσκονταν επάνω σε ευάλωτα μέρη του γυναικείου σώματος όπως η ποδιά, ο κεφαλόδεσμος και το ζωνάρι, προστάτευαν τα βασικά μέρη του γυναικείου σώματος, που ήταν προορισμένα να φέρουν και να ενσαρκώσουν την νέα ζωή.
Μαγικοί συμβολισμοί, που σχετίζονταν με την αναπαραγωγικότητα των γυναικών και την συνέχεια της ζωής, περνούσαν από τη μια γενιά στην επόμενη. Αν και οι γυναίκες έπαψαν να αναγνωρίζουν την προέλευσή ή τα κίνητρα τους, έδιναν τα δικά τους ονόματα, δείχνοντας την ομοιότητά τους με ένα συγκεκριμένο καθημερινό αντικείμενο. Τα αρχικά τους νοήματα ήταν πια θαμμένα σε μια μακρινή ιστορία, ωστόσο η επανάληψη της χρήσης τους έδινε πρόσβαση στην προστασία αγαθών κι ευοίωνων δυνάμεων. Ακόμα και μετά την σταδιακή εξαφάνιση της έννοιας ορισμένων συμβόλων, η πιστή προσήλωση σε αυτά διατηρούσε τη θέση τους και συνέχιζε, να εκφράζει με επικλήσεις την αναπαραγωγική δύναμη των γυναικών μέσα την κοινότητα, μέσω των περίτεχνων ενδυμάτων τους.
Οι φύλακες του χρόνου στο υφάδι ενός άχρονου γυναικείου σύμπαντος
…να τρίζουν τα παπούτσια της να λάμπει η φορεσιά της…
Δημοτικό τραγούδι (απόσπασμα)
«Πάντα είχα μια εμμονή με το παρελθόν, επειδή, ξετυλίγοντας το νήμα, τη συμβολικά κόκκινη κλωστή που διατρέχει τα έργα μου, κατανοώ και συνδέω με εκείνο το σήμερα», εξηγεί η Κυριακή Χριστακοπούλου, οδηγώντας τη συνομιλία μας στην αφετηρία του αναπάντεχου ετούτου επιβλητικού χοροστασίου. «Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες πάντα με έλκυαν, πάντα πίστευα ότι πίσω τους κρύβεται μια αλήθεια. Ένα από τα έργα της ενότητας, η Νύφη, έργο αγαπημένο που όταν σχεδιάστηκε λειτούργησε σαν αντίστιξη στην παλιότερη δουλειά μου, τα «Pret a Portrait», περίμενε έτοιμο το επόμενο βήμα. Μετά τον θάνατο του Γιάννη, προέκυψε πολύ έντονα η επιθυμία, αισθάνθηκα την ανάγκη να προχωρήσω και να εμβαθύνω σε αυτό ακριβώς το πεδίο της έρευνας και της ζωγραφικής περιπέτειας…».
Δώδεκα ιδίων διαστάσεων και φυσικού μεγέθους ασπρόμαυρες γυναικείες φιγούρες που γενναιόδωρα εύγλωττα και αφοπλιστικά ρεαλιστικά πλασμένες, αγγίζουν το επιλεγμένο λυγερό 1,70, γεμίζοντας τα στενά οριζόντια όρια του ορθού ξύλου και του χαρτιού με επάλληλα συνομιλούντα δωρικά αφηγήματα, δυναμικά δουλεμένα με κάρβουνο, κιμωλία και ευκίνητη σχεδιαστική ενδελέχεια, ενδύονται ισάριθμες επιλεγμένες φορεσιές-ιστορίες του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα από τον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Μα, κυρίως, ορίζουν με τρόπο ενθυμητικό και σχεδόν απτικό μια ενεργοποιημένη φυσική παρουσία και μια ενσυναισθητική γυναικεία ψυχογραφία που μετουσιώνεται στην ωριμότερη, ίσως, δουλειά της ζωγράφου.
Βαδίζοντας με κεκτημένη γνώση από τον κόσμο των παιδιών, που αναζητώντας το βλέμμα του θεατή απασχόλησαν προηγούμενες ενότητες της δουλειάς της, επαναπροσδιορίζοντας την ουσιαστική σχέση της με το ύφασμα, τους κρυπτούς μικρούς κόσμους του, τις ποιότητες και τις διαφορετικές υφές του, η Κυριακή Χριστακοπούλου επιλέγει σε μια διαφορετική πλέον στιγμή της ζωής της να εστιάσει στη φέρουσα το ένδυμα αυθύπαρκτη και ευθύβολη γυναικεία υπόσταση, στην παλλόμενη εσωστρεφή της γαλήνη μα και στη δική της κεκτημένη γνώση της αθέατης πρώτης ύλης της ελληνικής ψυχής.
Διαχειριζόμενη στον προσωπικό βίο της το κενό της άκαιρης απουσίας της μάνας, περνώντας και η ίδια από την κόρη στη σύζυγο και, εντέλει, στην ενήλικη και ελεύθερη γυναίκα, η ζωγράφος συνομιλεί με το κρυπτό νόημα, με τη βαθύτερη σάρκα και τις μεταφυσικές σημάνσεις της ελληνικής παράδοσης, αποδομώντας και επαναδομώντας το άυλο και το υλικό της αλφαβητάριο με σύγχρονα πλαστικά μέσα, ανασκάπτοντας με σθένος και τρυφερότητα τις βασικές και διαχρονικές της αλήθειες.
Φωτίζοντας μέσω της έρευνάς της παλιές και φθαρμένες φωτογραφίες ενδεδυμένων με τοπικές λαϊκές και αστικές χειροποίητες φορεσιές γυναικών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και από το σύνολο του ελλαδικού χώρου, πέρα από την εκ βαθέων συνομιλία της με την έμβια διάσταση και την ψυχική υπόσταση κάθε «αποκαλυπτόμενης» από το λιβάδι της λήθης φέρουσας, ανασκάπτει παράλληλα την πυκνή σημειολογία των υφασμένων και κεντημένων επάνω στα ενδύματα συμβόλων τους, διασώζοντας αθέατα θραυσματικά στοιχεία και ανασύροντας τα κρυπτά στο φως: πρόκειται για τα έμβια στοιχεία, τα μικρά ζώα, έντομα και καλότυχα ερπετά που μετατρεπόμενα εδώ σε μεγεθυμένες αρχετυπικές συμβολικές, προστατευτικές και συμπορευόμενες ζωγραφικές παρουσίες, φυλάσσουν ως αρχέγονες πότνιες θηρών τον περίκλειστο γυναικείο κόσμο που με γνώση και τρυφερότητα ακουμπά και ανασκάπτει η ζωγράφος. Σύμβολα αφθονίας και ευγονίας, υγείας και αποτροπής των κακών, τα κρυμμένα αυτά φυλακτά ξόρκια που αναβλύζοντας από έναν πανάρχαιο χρόνο, ράβονταν στην ψυχή και τη σάρκα του ενδύματος ως σιωπηλές μα παντοδύναμες επικλήσεις, αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από λαογραφικά ανάλεκτα, σηματοδοτούν ως συνοδοί και συνοδοιπόροι ετούτων των γυναικών κάτι πολύ περισσότερο από την οργανική τους σύνδεση με τη Φύση. Ορίζοντας εντέλει την ενστικτώδη σοφία, τη μεταφυσική σύνδεση και τη αναπόδραστη υποταγή εκείνης που τα ενδύεται με τον κύκλο του χρόνου, με το απάτητο έρεβος του θανάτου και το σπαρακτικό μυστήριο της ίδιας της ζωής.
«Πρόκειται για γυναικείες υποστάσεις που μου ζητούν να τις αποκαλύψω και να τις τιμήσω», παρατηρεί αλλού η ζωγράφος. «Σε όλη μου την δουλειά κυριαρχούν μια γυναικεία παρουσία που έλλειψε από τη ζωή μου και ένα παιδί που σηματοδοτεί την αφετηρία της ύπαρξης, αυτή την δυαδικότητα που εμπεριέχει την αμέριστη και άνευ όρων αγάπη, την αποδοχή, την ασφάλεια, την αυτοπεποίθηση. Εμμένοντας στην παράδοση και το παρελθόν, ξετυλίγω το νήμα με σεβασμό και επιχειρώ μια εσωτερική σύνδεση με τα παραπάνω. Κι ίσως πάλι, η επίμονη αυτή αναφορά στη γυναίκα, να ισούται με τις ίδιες τις πολλαπλές πολιτισμικές και συναισθηματικές οντότητες που κατακερματισμένες υπάρχουν μέσα μου και επιδιώκουν -καταργώντας τους ενδιάμεσους- να εκδηλωθούν, να ενσαρκωθούν, να ενωθούν και να πάρουν μορφή».
Εισερχόμενοι στη συναρπαστική αυτή χορική εγκατάσταση της Κυριακής Χριστακοπούλου όπου οι ζωγραφισμένες γυναικείες φιγούρες τρέπονται σε μυσταγωγικές ιεροφάντριες, διασώζοντας το ακέραιο του κάλλους τους και ανασαίνοντας μια πανάρχαιη γυναικεία λαχτάρα, γινόμαστε κοινωνοί κρυμμένης σοφίας και ψιθυριστικών μυστικών. Κάμπτοντας τις αθόρυβες αντιστάσεις τους στον φακό και ακουμπώντας το ήμερο βλέμμα τους με οδηγό την ενδελεχή αποκαλυπτική μυσταγωγική διαδικασία αναπαραστατικής και ενδοσκοπικής αποτύπωσης από τη ζωγράφο, θωπεύουμε ένα μικρό κομματάκι του εσώτερου κόσμου τους, εισερχόμαστε στα άδυτα ενός εξομολογητικού και διαφεύγοντος στους περισσότερους εσωτερικού πεδίου.
Οι πανωραίες ετούτες γυναίκες της Κυριακής Χριστακοπούλου, εξέρχονται από τη λήθη του παραμυθιακού και του πατριαρχικού χρόνου και από το περιθώριο της Ιστορίας ανακουφιστικά, μοιραζόμενες μυσταγωγικά με τον θεατή μια πρωτογενή ομορφιά, μια υπερκόσμια ενέργεια, μια ριπή ενδοφυλετικής τρυφερότητας που αγγίζει τα εγκόσμια πλάσματα της γης και μαζί, τα μεταφυσικά σπλάχνα της. Αποδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψαν να είναι οι αθέατοι πυλώνες ετούτου μα και ενός άλλου κόσμου.
Ίρις Κρητικού
Ιούλιος 2021