PRET A PORTRAIT

“Κι έγινες πουλί και πετώντας φέρνεις γύρω σε στεριά και θάλασσα κι έτσι τα κατέχεις όλα, όσα ξέρει ο άνθρωπος κι όσα το πουλί”

Αριστοφάνης

Πανω από το στρίφωμα του φουστανιού η ρήση του Αριστοφάνη, το προσωρινό όραμα του ανθρώπου για γνώση ζωής και ελευθερία. Μετά από χρόνια αγώνων ή γυναίκα σήμερα διακρίνει πως ο δρόμος προς τη γνώση διαφέρει απ’ τον ανδρικό, κι αυτός ειναι ακόμα απάτητος και ανεξερεύνητος. Συμπλήρωμα του άνδρα, υποταγμένη, αγέλαστη και σιωπηλή την όριζε η θρησκευτική και κοινωνική μας παράδοση. Στο “φόρεμα” της Κυριακής, πάνω από τη ρήση του Αριστοφάνη, βλέπουμε τα κοριτσίστικα πρόσωπα σφιγμένα και σοβαρά. Στα όνειρά μας το ρούχο που φοράμε ταυτίζεται με την ύπαρξή μας. Ποιές ειμαστε, πως νιώθουμε τον εαυτό μας απέναντι στους άλλους. Φορέματα με μνήμες του παρελθόντος, στο σχέδιο, στο περίγραμμα και στις εικόνες τις αποτυπωμένες επάνω τους, δημιούργησε η Κυριακή στον καμβά για να μας θυμίζει από που ερχόμαστε. Αόρατα τα νήματα που εμποδίζουν τα γυναικεια φτερά να ξεδιπλωθούν. Μας μάθανε να τα υφαίνουμε και μεις οι ίδιες οι γυναίκες τα περνάμε από γενιά σε γενιά. Έργο της γυναίκας δημιουργού να ανασύρει το αόρατο από το βάθος της ψυχής και να το κάνει ορατό, να το κάνει εικόνα, λόγο. Να φωτίσει την βαθειά υπνωτική, δεσμευτική αίσθηση της ανημποριάς που ουσιαστικά είναι απαγόρευση να ορίσουμε και να τιμήσουμε τον δικό μας δρόμο τον διαφορετικό.

Η Κυριακή ζει στην Αίγινα. Εκεί… στον Ναό της Αφαίας όπου η Βριτόμαρτη ιέρεια της Άρτεμις, με την βοήθεια της θεάς γίνεται άφαντη για να γλυτώσει απο τους διώκτες της. Όπως αναφέρει ο Σταυρόπουλος η Βριτόμαρτη έφυγε από την Κρήτη για να μην παντρευτεί τον Μίνωα και αναγκαστεί να μπει στο παλάτι και να φοράει “ποδήρεις χιτώνες”. Φορέματα παλαιϊκά μοδάτα σύγχρονα παραδοσιακά, ντύνουν νύφες, μανάδες κόρες, κουκλίτσες. Και η γυναίκα; Πολύ ομορφουλα για να πετάξει! Σε κάποιο πατρόν της Κυριακής πάνω στο καμβά διακρίνονται τα σημάδια από το σαπουνάκι που θέτει τα απαράβατα όρια εκεί που θα κόψει το ψαλίδι. Αυτά τα όρια που τώρα καλούμαστε να υπερβούμε. Μέσα από το έργο της Κυριακής οδηγούμαστε ν’ αναγνωρίσουμε, να τιμήσουμε, να αποχωριστούμε και να πενθήσουμε τους προγόνους μας για να συναντήσουμε τη ζωή όπως μας ανοίγεται τώρα μπροστά μας.

Μαρκέλλα Δουμάνη από την Αίγινα.

Για ένα φουστάνι αδειανό, για μιαν Ελένη…

Γ.Σεφέρης

«Συχνά οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν το άδειο φόρεμα* σαν ένα αυτοτελές νοηματικό εύρημα που συνδέεται με έναν ολόκληρο κρυφό κόσμο» γράφει η Mellisa Leventon, στο βιβλίο της Artwear, Fashion and Anti –fashion: «κρεμασμένο από ένα άγκιστρο ή από μια αόρατη θηλιά στον τοίχο, ή λιγότερο συχνά, φορεμένο σε μια ακέφαλη κούκλα, το ένδυμα-έργο τέχνης παρουσιάζεται με έναν ανώνυμο τρόπο ανάρτησης που επιτρέπει στην ταυτότητα του θεωρητικού χρήστη του ρούχου να παραμείνει ένα ανοιχτό ερώτημα για τον θεατή».

Ποιός είναι ο καλλιτέχνης του άδειου φορέματος και ποιος ο εν δυνάμει αποδέκτης του μηνύματος που φέρει;. Στο πέρασμα των αιώνων και κυρίως, προτού οι ενδυματολογικές συνήθειες και η μόδα εκβιομηχανιστούν, η διαδικασία δημιουργίας ενός φορέματος αποτέλεσε ένα από τα λιγοστά πεδία που παρέμειναν ανοιχτά στις γυναίκες, προκειμένου να εκφραστούν όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά, κυρίως, πολιτισμικά. Γνέθοντας με περίτεχνες ρόκες που μετά θάνατον τοποθετούνταν μαζί με την νεκρή, απαράλλαχτα με ένα ακριβό προσωπικό κόσμημα, υφαίνοντας ασταμάτητα σε όρθιους και καθιστούς αργαλειούς, κεντώντας έναν ολόκληρο κόσμο από μοτίβα και σύμβολα σε νυφιάτικα σεντόνια, ποδιές εργασίας και μπατανίες για την καλή κάμαρα, κρύβοντας στις πτυχές των ρούχων απαγορευμένα μηνύματα, μεταποιώντας γιλέκα, πουκαμισάκια και φούστες για τις επερχόμενες γενιές, οι γυναίκες του σπιτιού προσέδιδαν σε κάθε ρούχο μια ξεχωριστή σκιά, ένα διαφορετικό ειδικό βάρος.

«Επειδή το φόρεμα που φοριέται, φέρει ένα ολόκληρο πλήθος από σύμβολα και υποκειμενικές ερμηνείες που καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε- συχνά υποσυνείδητα -, η ακύρωση της λειτουργικότητάς του μας επιτρέπει να το περιεργαστούμε και να αναλύσουμε την ουσία του αντικειμενικά», παρατηρεί η Leventon. Από τότε που ο Joseph Beuys κρέμασε το πρώτο του Τσόχινο Σακάκι στον τοίχο το 1970, το ένδυμα που δεν μπορεί να φορεθεί, έγινε ολοένα και πιο δημοφιλές συστατικό της σύγχρονης τέχνης. Την ίδια περίπου εποχή, γυναίκες καλλιτέχνιδες άρχισαν να επανεξετάζουν την «ανδρική» τέχνη, επιλέγοντας  συχνά να υλοποιήσουν έργα τέχνης που έμοιαζαν να αμφισβητούν τον Μινιμαλισμό, καθώς  χρησιμοποιούσαν μια πληθώρα πλούσιων σε υφή και ευέλικτων υλικών όπως το ύφασμα. Η τέχνη που υιοθετεί την εικόνα η το περίγραμμα ενός φορέματος, αλλά δεν φοριέται (unwearable art ) διαφέρει από το καλλιτεχνικό ένδυμα που φοριέται (wearable art), καθώς στην πρώτη περίπτωση η ανάγκη συμβολισμού υπερισχύει της επιθυμίας να δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ωραίο ένδυμα. Μια από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της τέχνης που δεν φοριέται, η Βρετανίδα Caroline Broadheard , επικεντρωμένη στη διερεύνηση παρουσίας και απουσίας, απελευθερώθηκε απ τον όγκο και το βάρος του σώματος δημιουργώντας μια σειρά από αναρτώμενα φορέματα κατασκευασμένα μόνο από ραφές και ενώσεις ανεμίζοντας ελεύθερα στον χώρο, ακουμπούν σαν ήμερα ξωτικά τη σκιά τους στο δάπεδο και μοιάζουν παράδοξα γεμάτα από απόντα, ελαφρά παραμορφωμένα σώματα. Η Yinka Shonibare, γεννημένη στην Βρετανία, με καταγωγή από τη Νιγηρία, χρησιμοποιεί έθνικ υφάσματα, δημιουργώντας ενδύματα ραμμένα σε πατρόν 18 ου  και 19ου  αιώνα, προκειμένου να εξευρενήσει  ζητήματα αποικισμού, φυλετικών διακρίσεων και πολιτισμικής ταυτότητας.

Το ένδυμα αυτό τέχνης που δεν φοριέται, εστιάζει τις περισσότερες φορές στη συμβολική φύση του φορέματος: σύμφωνα με την Anne Hollander, «το φόρεμα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη όταν αντιμετωπίζεται ως μεταφορά ή εικονογράφιση, έτσι ώστε να μπορεί κανείς εύκολα να εστιάσει σε αυτό που τα ρούχα σημαίνουν για κάτι που δεν είναι η μόδα. Μέσω εκείνου θίγονται τότε ζητήματα ταυτότητας και απώλειας, φύλου και σεξουαλικότητας και το φόρεμα ως κέλυφος γίνεται ένα οικείο, προσβάσιμο  ιδιωτικό πεδίο, πλούσιο σε συμβολισμούς».

Το πρώτο που σκέπτεται ο θεατής αντικρίζοντας τα άδεια –γεμάτα από συναισθήματα και υπομνήσεις φουστάνια της Κυριακής  Χριστακοπούλου, είναι ότι, προφανώς, κατοικούνται. Κάποιες από τις άυλες μορφές που μαντεύουμε να αναδεύουν εντός τους, αντλούν εκλεκτικά στοιχεία από τον περιβάλλοντα χώρο τους για να αφηγηθούν μια προσωπική τους ιστορία, για να καταθέσουν ένα απόσπασμα  ιδιωτικής γραφής. Κάποιες άλλες, υπαινίσσονται απλά το χώρο –ή και τις ελάσσονες αλλά ανεξίτηλες μνήμες-που τις οριοθετούν: ζευγάρια και κοριτσάκια, αναφορές στη μητρότητα, πουλιά που γίνονται λέξεις, ανθισμένες ροδιές και πυκνές σημειώσεις μιας σύντομης επισκόπησης της γης και της τέχνης, εγκαθίστανται στους πολύχρωμους κάμπους της ζωγράφου, ράβονται και ξηλώνονται αυτοσχέδια, σαν τα αέναα εναλλασσόμενα περιστατικά στις προφορικές αφηγήσεις των λαϊκών παραμυθάδων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που διακρίνουμε, είναι η ανάγκη της ζωγράφου για την ανασύσταση της αλήθειας τους: « τον καιρό που οι γυναίκες έραβαν μόνες τους τα φορέματά τους, τα ολοκλήρωναν εμφυσώντας τους τα υποκειμενικά τους αισθητικά  κριτήρια και κυρίως τη δική τους αγάπη, σημειώνει η Χριστακοπούλου . «Αυτές οι ίδιες αποφάσιζαν πως θα παρουσιάζονταν στην κοινωνία του χωριού η της πόλης, ταυτίζοντας το δικό τους είναι με την εξωστρεφή όψη του, με το φόρεμά τους .

Σήμερα το φόρεμα, βιομηχανικής παραγωγής, περιμένει την καταναλώτρια για να του δώσει ζωή και οι παράμετροι μεταξύ της γυναίκας και της κοινωνικής της εμφάνισης είναι πολύ πιο σύνθετες. Η γυναίκα που αντικαθίσταται με μία άψυχη κούκλα, στερεί στο φόρεμα την ψυχή του. Αυτή τη γυναικεία απουσία θέλω να υπογραμμίσω ,δια μέσω του φορέματος που ζωγραφίζω. Και το ζωγραφισμένο μου φόρεμα στερείται, ελπίζω, κάθε λειτουργικότητας, πλην της αισθητικής».

Ίρις Κρητικού