ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Βράδυ σε Πανσέληνο γεμάτο φως τ ολόγιομο φεγγάρι, τότε σε συνάντησα ερωτά και φόβο.

Το φως κατέβαινε δειλά στην Γη στην αρχή δυνάμωνε αργότερα όσο περνούσε η Νύχτα. Πώς να ρουφήξεις τόσο φως τι να το κανείς; πώς να συσχετίσεις τόσο φως και τόσο σκοτάδι μαζί; Εγώ δεν ξέρω και τα δυο φέρουν τον θάνατο.

Πίσω απ τον ξερό και άνυδρο θάμνο ξεπήδησε ένα μικρό κουνέλι, είναι αυτά τα μικρά του Αυγούστου, απορημένο έστεκε απ το φως

και γυρνώντας δεξιά αριστερά το κεφάλι του πάλι να κρυφτεί πίσω από κάτι άλλο έψαξε. Τον τύφλωνε το φως της Νύχτας!

Τον χαιρέτησε ένας άλλος γνώριμος που βγήκε απ το μικρό πορτάκι τον έβλεπε συχνά πυκνά από τότε που ήξερε τον εαυτό του και ήθελε να περιμένει εκείνη την στιγμή για να τον συναντήσει.

Ένιωθε πιο μεγάλος και πιο σίγουρος απ αυτό που ήταν όταν βρίσκονταν μαζί του

Ήταν όντα διαφορετικά, όμως η επικοινωνία είχε επιτευχθεί, μεταξύ τους.